υπεύθυνος

Од Викиречник
Грција Грчки

υπεύθυνος

изговор[уреди]

  • МФА-гр: /iˈpefθinos/

придавка[уреди]

υπεύθυνος • машки род (женски род • υπεύθυνη, среден род • υπεύθυνο)

  1. одговорен
    Ένας από τους δασκάλους ορίζεται υπεύθυνος για τη βιβλιοθήκη του σχολείου.
    Еден од наставниците е назначен за одговорен за училишната библиотека.
    Ο Γιώργος είναι ένας πολύ υπεύθυνος και αξιόπιστος άνθρωπος.
    Јорго е многу одговорна и доверлива личност.

синоними[уреди]

υπαίτιος

антоними[уреди]

ανεύθυνος, ανυπαίτιος

менување на придавката по падежи[уреди]

Еднина Множина
Машки род Женски род Среден Род Машки род Женски род Среден Род
Номинатив υπεύθυνος υπεύθυνη υπεύθυνο υπεύθυνοι υπεύθυνες υπεύθυνα
Генитив υπεύθυνου υπεύθυνης υπεύθυνου υπεύθυνων υπεύθυνων υπεύθυνων
Акузатив υπεύθυνο υπεύθυνη υπεύθυνο υπεύθυνους υπεύθυνοες υπεύθυνα
Вокатив υπεύθυνε υπεύθυνη υπεύθυνο υπεύθυνοι υπεύθυνες υπεύθυνα